υαλογραφώ

υαλογραφώ
Ν [υαλογράφος]
φιλοτεχνώ υαλογραφήματα, διακοσμώ μια επιφάνεια με υαλογραφία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υαλογραφώ — υαλογράφησα, υαλογραφήθηκα, υαλογραφημένος, μτβ., κατασκευάζω υαλογραφήματα (βλ. λ.), διακοσμώ με υαλογραφία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υαλογράφημα — Λέγεται και βιτρώ (vitraux), από τη γαλλική λέξη vitrail στον πληθυντικό της. Το υ., βυζαντινή εφεύρεση του 4ου ή 5ου αι., θριάμβευσε στη δυτική αρχιτεκτονική όταν επικράτησε ο γοτθικός ρυθμός. Αν και δεν ήταν άγνωστο στους ρομανικούς καλλιτέχνες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”